- τινάζομαι
- τινάζομαι, τινάχτηκα, τιναγμένος βλ. πίν. 24
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εξάλλομαι — ἐξάλλομαι (Α) [άλλομαι] 1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [λέων] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. τινάζομαι από τη θέση μου 3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό 4. (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι 5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα… … Dictionary of Greek
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
αμφαΐσσομαι — ἀμφαΐσσομαι (Α) (ποιητικός τύπος) 1. ορμώ από παντού 2. τινάζομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀΐσσω «κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, ορμώ»] … Dictionary of Greek
ανακοντίζω — ἀνακοντίζω (Α) 1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω 2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκοντίζω] … Dictionary of Greek
αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ … Dictionary of Greek
αντιπάλλομαι — ἀντιπάλλομαι (Μ) τινάζομαι προς τα πίσω, αναπηδώ … Dictionary of Greek
αντιπηδώ — (Μ ἀντιπηδῶ, άω) νεοελλ. (για όπλο) τινάζομαι προς τα πίσω, κλοτσάω μσν. 1. εκτινάσσομαι με δύναμη, κάνω άλμα 2. (για πέτρες) εκσφενδονίζομαι … Dictionary of Greek
ανόρνυμι — ἀνόρνυμι (Α) 1. ταράζω, εξεγείρω, εξάπτω 2. παθ. τινάζομαι επάνω, αναπηδώ, πετιέμαι … Dictionary of Greek
απασπαίρω — ἀπασπαίρω (Α) [ασπαίρω] τινάζομαι, σπαράζω, αγωνιώ … Dictionary of Greek
αποκρουνίζω — ἀποκρουνίζω (Α) (για νερό) τινάζομαι έξω με ορμή … Dictionary of Greek